- γλωσσαλγώ
- γλωσσαλγῶ (-έω) (AM) [γλώσσαλγος]1. έχω πόνο στη γλώσσα2. φλυαρώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλωσσαργώ — γλωσσαργῶ ( έω) (Α) [γλώσσαργος] βλ. γλωσσαλγώ … Dictionary of Greek
καταγλωσσαλγώ — καταγλωσσαλγῶ, έω (Μ) πονάει πολύ η γλώσσα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γλωσσαλγῶ «πονάει η γλώσσα μου»] … Dictionary of Greek